ὀριγνώμενος

ὀριγνώμενος
ὀριγνάομαι
stretch oneself
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”